ἀβασίλευτος (abasileutos)

ἀβασίλευτος (abasileutos)
1) bez króla
np. Przysłów 30:27: ἀβασίλευτόν ἐστιν  ἀκρὶς καὶ ἐκστρατεύει ἀφ᾽ ἑνὸς κελεύσματος εὐτάκτως