κάλαμος (kalamos)

κάλαμος (kalamos)
1) trzcina (łac. calamus); również jako narzędzie mierniczne (np. Objawienia 11:1)
przykład: Mateusza 11:7: Τούτων δὲ πορευομένων ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς λέγειν τοῖς ὄχλοις περὶ Ἰωάννου Τί ἐξήλθετε εἰς τὴν ἔρημον θεάσασθαι κάλαμον ὑπὸ ἀνέμου σαλευόμενον